ανακαψίλα

ανακαψίλα
mide kaynaması, yanması

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακαψίλα — η ανακαΐλα, ανακαούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καψίλα] …   Dictionary of Greek

  • ανάκαψη — η κάψιμο στον λαιμό, ανακαούρα, ανακαψίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κάψη < καίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”